Οποιοσδήποτε είναι πιο αδύναμος από μας, πρέπει να είναι αντικείμενο του σεβασμού μας.
Αυτός είναι ένας απλός κανόνας που οφείλουμε να τον μαθαίνουμε από πολύ νωρίς, μαζί με το αλφάβητο, κι από πιο πριν ακόμα. Να μας τον κανοναρχούν οι γονείς, οι δάσκαλοι, τα βιβλία, η τηλεόραση, οι πάντες.
Το παιδί, ο άρρωστος, ο μειωμένης αντίληψης άνθρωπος, ο φτωχός, ο μετανάστης, ο γέροντας, όλες αυτές οι κατηγορίες πρέπει να είναι αντικείμενο σεβασμού από τους υπόλοιπους. Και φυσικά και τα ζώα, αλλά αυτό είναι άλλο μεγάλο θέμα.
Ο αδύναμος δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, γι αυτό δεν τον πειράζουμε ποτέ. Δεν ασκούμε πάνω του τη δύναμή μας που δεν μπορούμε να την ασκήσουμε σε άλλους ίσους ή δυνατότερούς μας. Δεν τον κοροϊδεύουμε, δεν τον εξευτελίζουμε και δεν τον κακοποιούμε. Αν είμαστε καλοί άνθρωποι, τον βοηθούμε. Αν δεν είμαστε, τον αφήνουμε τουλάχιστον στην ησυχία του.
Είναι ένας απλός κανόνας ζωής που παραβιάζεται καθημερινά αμέτρητες φορές στον κόσμο μας.
Στη Γαλλία ήρθε αυτές τις μέρες στη δημοσιότητα ένα κρούσμα κακοποίησης ενός γέροντα ογδόντα χρονών. Η σαρανταπεντάχρονη σύζυγός του μαζί με τον εραστή της τον είχαν κλείσει σε μια αποθήκη για ένα χρόνο, με αποτέλεσμα να χάσει την όρασή του που ήταν έτσι κι αλλιώς προβληματική. Τον τιμωρούσαν με διάφορους τρόπους, τον απειλούσαν, τον χτυπούσαν και τον άφηναν νηστικό. Οι γείτονες κάποτε απόρησαν με την εξαφάνισή του, ειδοποίησαν τις αρχές και έτσι βρέθηκε, πριν πεθάνει από την κακοποίηση.
Ευλόγως θα αναρωτηθούμε: τι την ήθελε τη νέα γυναίκα ο γέρος; Καλά να πάθει τώρα.
Αυτός λέει ότι την παντρεύτηκε για να την κάνει κληρονόμο του, επειδή τον φρόντιζε. Κάπως έτσι πρέπει να έκλεισε η συμφωνία. Η γυναίκα έκανε τους υπολογισμούς της, ήταν άπορη, γιατί όχι; σκέφτηκε.
Αποκεί και πέρα δεν μπορούμε να ξέρουμε τι έγινε.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι ο γέροντας ήθελε από τη νόμιμη γυναίκα του κάτι περισσότερο από μια απλή περίθαλψη. Ας υποθέσουμε επίσης ότι ήταν κακός, αναποδιασμένος, ιδιότροπος, ότι μιλούσε άσχημα, ότι είχε παράλογες απαιτήσεις. Αυτό κατά κανένα τρόπο δεν αθωώνει τη σύζυγο.
Οι γέροντες δεν είναι άκακα πλάσματα. Η προχωρημένη ηλικία τους μεταλλάσσει το χαρακτήρα τους, τους κάνει πολλές φορές ανυπόφορους και παράλογους. Γίνονται κουραστικοί, λένε ασυναρτησίες, είναι απαιτητικοί και, το χειρότερο, δεν είναι αξιαγάπητοι: προκαλούν συχνά τη σιχασιά, γιατί τα γεράματα δεν είναι όμορφη κατάσταση.
Κάποτε, στις πατριαρχικές κοινωνίες, όσο πιο ηλικιωμένος ήταν κανείς, τόσο μεγαλύτερο σεβασμό απολάμβανε. Ο λόγος του ήταν νόμος και οι νεότεροι, οι πενηντάρηδες δηλαδή και οι εξηντάρηδες, ήταν υποχρεωμένοι να υπακούσουν. Ήταν μια ακραία κατάσταση φυσικά, αλλά με αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος είχε εφεύρει ένα τρικ, ένα τέχνασμα για να μην πετιούνται οι γέροι στην άκρη και να πεθαίνουν ξεχασμένοι από όλους.
Σήμερα που υπάρχει κρατική φροντίδα και οι ηλικιωμένοι έχουν οι περισσότεροι μια σύνταξη, ένας τέτοιος ακραίος σεβασμός είναι περιττός. Εξάλλου η σοφία των γερόντων αμφισβητείται. Με τις ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές η πείρα τους δείχνει να είναι άχρηστη, δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα. Έτσι φτάσαμε στην άλλη άκρη: οι γέροντες είναι τώρα ενοχλητικοί, είναι βάρος και δεν μπορούμε να ανεχθούμε την άνοια που κουβαλούν.
Υπάρχει όμως μεγάλη απόσταση από αυτό το σημείο μέχρι το σημείο να τους κακομεταχειριζόμαστε.
Είναι πολύ θλιβερό το θέαμα του πεταμένου, απορριγμένου γέροντα που περιμένει από τους άλλους φροντίδα και αντί γι αυτό δέχεται επιπλήξεις, ύβρεις και τιμωρίες.
Πίσω από την απωθητική πολλές φορές εμφάνισή του εξακολουθεί να ζει ένας άνθρωπος που κάποτε ήταν μωρό, μετά παιδί, μετά έφηβος. Υπήρξε νέος, είχε όνειρα, έκανε πράγματα, αγάπησε, έλπισε, δημιούργησε. Έκανε καλό, έκανε κακό στους άλλους, όπως γίνεται πάντα. Τώρα είναι μια ζωή που φεύγει. Πρέπει να τη συνοδέψουμε ως την τελική έξοδο με την αξιοπρέπεια που της αρμόζει.
Καίτη
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαλαιότερα σε μια εποχή όχι και τόσο μακρυνή γιατί εγώ τη θυμάμαι αμυδρά οι γέροντες όταν πια δεν μπορούσαν να αυτοεξυπηρετηθούν τα παιδιά τους που συνήθως ήταν πάνω απο τρία τους κάνανε "μήνες".Δηλαδή κάθε παιδί αναλάμβανε να φιλοξενήσει και να περιθάλψει τον ανήμπορο γέροντα για όσους μήνες του αναλογούσανε ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών μέχρι να συμπληρωθρί ένα έτος.Αυτό που θυμάμαι απο τα παιδικα μου χρόνια είναι οτι ο γέροντας ήταν μέλος της οικογένειας και κανείς δε δυσανασχετούσε απο την περισσότερη δουλειά ή την πιθανή οικονομική επιβάρυνση που συχνά επέβαλε η παρουσία του.Όμως αυτοί οι άνθρωποι είχαν μεγαλώσει πιστεύοντας ήδη απο τη νηπιακή τους ηλικία οτι είχαν ύψιστη ύποχρέωση να γηροκομήσουν τους γονείς και όταν ερχόταν αυτή η ώρα το έκαναν αγόγγυστα.
Σήμερα οι ρυθμοί ζωής έχουν αλλάξει ραγδαία.Στα σπίτια μας και στην καρδιά μας δεν έχουμε χώρο για τους γέροντες.Σαν κοινωνία δεν έχουμε τις υποδομές να υποστηρίξουμε και να βοηθήσουμε ανθρώπους που στη δύση της ζωής τους είναι μόνοι.Στο Ηράκλειο τουλάχιστον θεσμοί όπως η βοήθεια στο σπίτι υπολειτουργούν.Και αυτό απο μόνο του είναι ένα είδος "ήπιας" κακοποίησης.Ίσως ο πολιτισμός ενός λαού να μετριέται με τον τρόπο που συμπεριφέρεται στους αδύναμους....
Ευσταθία, συμφωνώ. Ο πολιτισμός ενός λαού φαίνεται από τον τρόπο που συμπεριφέρεται στους αδύναμους. Δεν μπορώ να πω ότι ο κανόνας είναι να πετάμε τους γέροντες στην άκρη. Θέλω να πιστεύω ότι αυτές οι περιπτώσεις είναι οι λιγότερες. Δεν ξέρω τι γίνεται στα ιδρύματα. Πού και πού έρχονται στη δημοσιότητα απαράδεκτες ιστορίες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιστεύω πως η μόνη οδός για να μην φάμε εμείς την κλωτσιά όταν θα γεράσουμε αλλά ούτε και να γίνουμε μισητά αντικείμενα εκμετάλλευσης, είναι η προνοητικότητα. Να προνοήσουμε ώστε να μην εξαρτήσουμε τα παιδιά μας από μας αλλά ούτε και να περιμένουμε κάτι από τα παιδιά μας. Όταν υπάρχουν εξαρτήσεις οικονομικές ή φροντίδας (που κι αυτές ανάγονται στις οικονομικές) ή προσδοκίες παλαιού τύπου σε μία κοινωνία που αλλάζει πολύ γρήγορα, τότε βράστα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνώνυμε, αυτό κάνουν σήμερα οι περισσότεροι της τρίτης ηλικίας για να μπορέσουν να έχουν μια τέλος πάντων αξιοπρεπή τέταρτη ηλικία. Αλλά υπάρχουν και οι περιπτώσεις που το χρήμα δεν είναι αρκετό. Τι να το κάνει π.χ. αυτός που έχει άνοια; Τότε αρχίζουν τα δύσκολα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαίτη, θίγεις ένα ευαίσθητο κοινωνικό θέμα. Δυστυχώς τα γηρατειά καιτην ανικανοτητα, πνευματική ή σωματική την αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι λίγο ρατσιστικά , ή σαν μιά κατάσταση που δεν υπάρχει περίπτωση να χτυπήσει την πόρτα μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναφέρεις , τις πατριαρχικές κοινώνίες , όπου οι γέροντες απολάμβαναν μεγάλο σεβασμό (αλήθεια συνέβαινε το ίδιο και με τις γερόντισσες;). Κάποτε , είχα δει ένα ντοκυμαντέρ , για μιά φυλή ανθρώπων, δεν θυμάμαι δυστυχώς σε πιό μέρος του πλανήτη μας, αλλά ήταν ένας τόπος πολύ φτωχός που ζούσαν με την γεωργία και κτηνοτροφία. Δούλευαν όλοι για να μπορέσουν να επιβιώσουν , γιατί και οι κλιματολογικές συνθήκες δεν βοηθούσαν.Οταν, λοιπόν ένας γέροντας ή γερόντισσα , δεν μπορούσε να προσφέρει γιατι δεν το επέτρεπαν οι δυνάμεις τους, αποχωρούσαν οικοιοθελώς...σ΄ενα συγκεκριμένο μέρος στο βουνό όπου πέθαιναν από την πείνα ή γίνονταν τροφή των αλλων ζώων. Ηταν άχρηστοι πια..Το πιό φοβερό για μένα είναι ότι πίστευαν οι αποχωρούντες , ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Δεν έπρεπε να στερουν τροφή από αυτούς που έίχαν ικανότητα για εργασία.
Αυτή βέβαια είναι πολύ ακραία αντιμετώπιση των γητρατειών και της ανικανότητας γενικά. Δεν απέχει πολύ , όμως από την αντιμετώπιση που έχουν στην εποχή μας οι μειονότητες που έχουν κάπποια ιδιαιτερότητα είτε αυτή είναι γηρατειά είτε είναι αναπηρία κλπ.
Μακάρι , να αφυπνισθούμε και να ασχοληθούμε περισσότερο μαζί τους. Γρηγορα θάρθει και η σειρά μας.
Νανά, είχα δει κι εγώ ένα παρόμοιο ντοκιμαντέρ. Οι νεότεροι άφηναν κάπου σε μια ερημιά τους γέρους που δεν μπορούσαν να παράγουν έργο. Και οι γέροι κάθονταν εκεί και περίμεναν να πεθάνουν. Φαίνεται ότι έτσι συνέβαινε κάποτε σε πολύ πρωτόγονες εποχές. Μετά μηχανεύτηκαν το τρικ της σοφίας των γερόντων κι έτσι η ομάδα σεβόταν τους ηλικιωμένους μέχρι τέλους. Υποπτεύομαι ότι κάποιος έξυπνος το σκέφτηκε αυτό και πέρασε την ιδέα στα παιδιά του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζοντας το κείμενο σου, Καίτη, σκεφτόμουν ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν μπορώ να τους σκεφτώ με θαυμασμό ως λαμπερούς κι όμορφους νέους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπήρξαν θαυμάσιοι και γοητευτικοί κυρίως ως ηλικιωμένοι.
Ας πούμε, χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Άλμπερτ Σβάιτσερ.
Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Η μητέρα Τερέζα.
Για τους γνωστούς λόγους.
Ή η κ. Δ.
Για "άγνωστους" λόγους.
Η κ. Δ. κατοικούσε πολλά χρόνια στη γειτονιά μας, τη γνωρίζαμε όλοι οι παλιοί κάτοικοι, τη θυμάμαι από μικρό παιδάκι κι εγώ να κυκλοφορεί διακριτικά μόνη της στον όμορφο καταπράσινο κήπο της πάντα με κάτασπρα μαλλιά τραβηγμένα σε έναν ωραίο πλούσιο κότσο, να φορά σκούρα πλισσέ σκωτσέζικη φούστα, με ένα απλό πουλοβεράκι κι άσπρο πουκάμισο, με απλά ίσια μοκασίνια, τη θυμάμαι πάντα να φιλοξενεί και να σερβίρει με αβρότητα κόσμο που μιλούσε και γελούσε χαμηλόφωνα στην καταπράσινη βεράντα του αρχοντικού σπιτιού της, τη θυμάμαι να συνομιλεί πάντα με χαμόγελο με τους γονείς μου και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, να με καλεί στη βεράντα της όταν με έβλεπε κι εμένα μικρούλα στον κήπο να βαριέμαι μόνη μου, και να μου διαβάζει βιβλία, να μου λέει ιστορίες και να παίζει μαζί μου "φιδάκι" προσφέροντάς μου πορτοκαλάδα ή βυσσινάδα, τη θυμάμαι μετά από πολλά χρόνια να μεταφέρεται αθόρυβα και να ποτίζει τα φυτά της στη νέα της βεράντα, που ανήκε σε ένα γειτονικό μας πια διαμέρισμα μετά τον ορυμαγδό των αντιπαροχών στα αττικά προάστια, ακόμα έχω στα αυτιά μου τα καλοκαιρινά βράδια τον ήχο από τα πλήκτρα της γραφομηχανής της, την ευγενική φωνή της να μιλάει χαμηλόφωνα στα ξανθά εγγονάκια της, που την επισκέπτονταν τα καλοκαίρια και ήταν κι αυτά καλότατα και ποτέ δεν τσίριζαν δίπλα στη γιαγιά τους, τη θυμάμαι τα τελευταία χρόνια πολύ γερασμένη, αλλά πάντα με την ίδια κολλεγιακή εμφάνιση να περπατά εφηβικά κι αέρινα στο δρόμο, κουβαλώντας κάποια ελαφριά τσάντα του σούπερ μάρκετ χαιρετώντας ευγενικά όλους τους ανθρώπους της γειτονιάς που συναντούσε στο δρόμο της.
Έλεγα πάντα μέσα μου:" Όταν γεράσω, θέλω να γίνω σαν την κ. Δ."
Τη θαύμαζα πολύ.
Κι αυτό με μια γαλήνη και μια βαθιά ελπίδα, που ποτέ δεν αισθάνομαι σήμερα, όταν βλέπω τις νευρωτικές ξανθιές, ηλιοκαμένες και χιλιοτραβηγμένες ηλικιωμένες γυναίκες της γειτονιάς μας με τα βαριά μακιγιάζ και κοσμήματα ή τις μαντηλοδεμένες ογκώδεις αγριόφατσες με τα γένια, που κρατούν μαντρωμένα στις πολυτελείς βεράντες των σύγχρονων διαμερισμάτων τα εγγόνια τους, τα δυστυχισμένα μωρά των εύπορων και καταχρεωμένων ζευγαριών της ίδιας επίσης γειτονιάς σήμερα, μορφές που τρομοκρατούν όχι μόνο με τα βραχνά κρωξίματα και τα ακατάληπτα ελληνικά των διαταγών τους, αλλά και μόνο με τη φυσική παρουσία τους, και που παραλύουν και μας τους μεγάλους, καθώς βλέποντας τις στοχαζόμαστε τις πιθανότητες μιας μελλοντικής τερατώδους μεταμόρφωσής μας σε λίγα χρόνια.....
Υπάρχουν ηλικιωμένοι άνθρωποι πανέμορφοι, αξιαγάπητοι και αξιοσέβαστοι στα γεράματά τους ακόμα και εκεί που όλα επιτρέπονται να λέγονται ελεύθερα κι υπεύθυνα με το όνομα τους, ακόμα και στη σύγχρονη παρακμιακή Δύση.
Υπάρχουν ηλικιωμένοι άνθρωποι που από νέοι, πέραν της εξασφάλισης των συντάξεων και των περιουσιών "για τα γεράματα" σαν τα καλά μυρμήγκια, έχουν με κόπο πηγαίνοντας λίγο πιο μακριά από το σύνηθες μοχθήσει να δημιουργήσουν με δική τους ευθύνη ένα άλλο ανθρώπινο νόημα πάνω σε ό, τι φρικιαστικό φέρνει η ηλικιακή φθορά, μια άλλη ανθρώπινη αισθητική και έναν άλλου είδους σεβασμό προς τους πολύ ... νεότερους τους, μια ασπίδα προστασίας προς τη φρίκη της τελικής φάσης των ανθρώπινων σχέσεων, πριν το "αχρείον" της ηλικίας τους παρασύρει στο χάος της απόλυτης ασχήμιας του.
Αυτά τα σπάνια είδη θα ήθελα απλώς να τα αναφέρουμε, όχι για να αναλύσουμε κοινωνικά αίτια και κοινωνικές συνιστώσες, εννοείται ότι όλα έχουν και τις ντετερμινιστικές εξαρτήσεις τους, αλλά απλώς για να μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν, για να μην πνιγόμαστε μόνο σε ένα βαρύ καθήκον να καταπιούμε ενοχικά το μουρουνόλαδο της ακατανόητης φύσης και του αντιστοίχως θλιβερού πολιτισμού μας...
Η κ. Δ. δε μένει πια "εδώ".
AKG, ευχαριστώ για το εκτενές σχόλιο.
ΑπάντησηΔιαγραφή